- σκιερῆς
- σκιερόςshadyfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγειογραφία — Η σκιαγραφική απεικόνιση των κλάδων ενός αγγειακού στελέχους μετά από έγχυση σκιερής ουσίας μέσα στο αγγείο. Η έγχυση της σκιερής ουσίας γίνεται είτε απευθείας με διαδερμική παρακέντηση του αγγείου είτε κατόπιν εισαγωγής ειδικού λεπτού καθετήρα.… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
λεμφογραφία — η ιατρ. ακτινογραφία τών λεμφαγγείων και τών λεμφογαγγλίων έπειτα από ένεση σκιερής ουσίας … Dictionary of Greek
ουρηθρογραφία — η ιατρ. ακτινογραφία τής ουρήθρας ύστερα από έγχυση ουσίας σκιερής στις ακτίνες Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urethrograph (< ουρήθρα + γραφία*)] … Dictionary of Greek
πλευρόκοκκος — το, Ν βοτ. γένος χλωροφυκών που περιλαμβάνει μικροσκοπικά μονοκυτταρικά είδη, τα οποία απαντούν ως λεπτό, πράσινο κάλυμμα τής υγρής, σκιερής πλευράς δέντρων, βράχων και τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleurococcus (< πλευρά +… … Dictionary of Greek
σπληνογραφία — η, Ν ιατρ. ακτινολογική απεικόνιση τής σπλήνας μετά από ενδοφλέβια ένεση σκιερής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenographie (< σπλήνα + γραφία*)] … Dictionary of Greek
σπληνοπυλαιογραφία — η, Ν ιατρ. ακτινογραφία τού συστήματος τής πυλαίας φλέβας, που λαμβάνεται με διαδερμική ένεση σκιερής ουσίας στην σπλήνα, υπό νάρκωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. splenoportographie < σπλήνα + portal [vein] (βλ. λ. πυλαίος) +… … Dictionary of Greek